Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

transportation today?


Έστριψα αριστερά, εκεί που απαγορεύεται, μα στρίβει όλη η γειτονιά, εκεί που απαγορεύεται, μα το κάνουν όλοι, εκεί που απαγορεύεται μα φέτος μόνο έχουν γίνει 6 θανατηφόρα τροχαία. Δεν γκρίνιαξα πολύ στον τροχονόμο, άδικο είχα έτσι κι αλλιώς, τί να του πω; Μου είπε, πλήρωσε την κλήση και πήγαινε στο τμήμα να δεις για το δίπλωμα. Σκεφτόμουν ότι χρειάζομαι το αυτοκίνητο για τη δουλειά.

Έξω από το διοικητή περιμένουν πέντε έξι ακόμη. Υποθέτω, αν όχι όλοι, τότε οι περισσότεροι για τροχαίες παραβιάσεις. Θέλουν να ζητήσουν πινακίδες, άδειες, διπλώματα. Θέλουν να εξηγήσουν την προσωπική τους ιστορία. Στέκονται στη σειρά έξω απ’ την κλειστή πόρτα του διοικητή. Μπροστά τους ακριβώς, ένα γραφείο χωρίς πόρτα. Μια γυναίκα με στολή γράφει στοιχεία σε έναν υπολογιστή. Ένα παιδί, κάτω από 30 τον κάνω, κάθεται δίπλα της και πότε πότε απαντάει στις ερωτήσεις της. Στο γραφείο μπαινοβγαίνει ένας (ο ίδιος που με έγραψε) αστυνομικός. Γυαλιά ray ban, λεπτό κομποσκοίνι, κουβαλάει μια μεσαίου μεγέθους τσάντα admiral. Απ’ αυτές τις αθλητικές που βλέπεις να έχουν οι ερασιτέχνες παίχτες στα 5×5. Την ακουμπάει πάνω σε ένα ράφι, γεμάτο χαρτιά. Χώνει το χέρι μέσα (δεν έχει βγάλει τα γυαλιά), ψάχνει για κανά δίλεπτο. Έχει ξεχάσει τις χειροπέδες. Πρέπει να γίνει η μεταγωγή του παιδιού που κάθεται δίπλα στην κοπέλα, αυτός που με έγραψε πρέπει να τον συνοδέψει. Φωνάζει στο παραδίπλα γκισέ, εκεί που δίνουν πινακίδες, αν έχει εκείνος χειροπέδες. Όχι λέει. Παίρνει τηλέφωνο έναν στον από κάτω όροφο. Εντωμεταξύ, ο διοικητής έχει βγει απ’ το γραφείο του, είναι στο ίδιο σημείο με αυτόν που με έγραψε, την κοπέλα που γράφει και το παιδί που περιμένει να του φορέσουν χειροπέδες, μαζί τους είναι και ένας κύριος που του πήρε γερανός το αμάξι, αλλά μέσα είχε ταυτότητα και δίπλωμα και τώρα τα θέλει. Ο διευθυντής ψάχνει σε ένα ντοσιέ κάτι χαρτιά να εξυπηρετήσει τον κύριο με την περίπτωση του γερανού. Ο κύριος του λέει κάτι. Ένας άλλος κύριος που περιμένει στην ουρά προχωράει λίγο πιο κοντά για να δει τί συμβαίνει. Τώρα όλη η ουρά (τέσσερα πέντε άτομα) συμπιέζεται στον ίδιο μικρό χώρο με τον διοικητή, το κύριο που ο γερανός του πήρε το αμάξι, την αστυνομικίνα, αυτόν που με έγραψε και το παιδί που περιμένει τις χειροπέδες του. Αυτός που με έγραψε βγαίνει στο διάδρομο να συναντήσει το συνάδελφο που του φέρνει τις δανεικές χειροπέδες. Ο άλλος απ’ το γκισέ με τις πινακίδες, του φωνάζει γελώντας «do you have a transportation today;». Ο τροχονόμος που με έγραψε περνάει ανάμεσά μας, κρατάει στο χέρι τις χειροπέδες, λέει στο παιδί να απλώσει τα χέρια, να σηκώσει τα μανίκια, του φοράει τις χειροπέδες. Η πλάτη του παιδιού ακουμπάει μια κυρία που στέκεται στην ουρά και προσπαθεί να στείλει μήνυμα στο κινητό της. Το πρόσωπό του, βρίσκεται πολύ κοντά, τον παρατηρώ. Μοιάζει βουρκωμένος, αλλά δεν είναι, και πάλι όμως έχει μια έκφραση περίεργη. Ο τροχονόμος περνάει ανάμεσά μας, πίσω του το παιδί, που είναι πια κρατούμενος.

Ξεχνάω το δίπλωμα, χέστο λεώ, έφταιγα εξάλλου. Για μερικές μέρες με λεωφορείο.

Ο τροχονόμος ανοίγει το ασανσέρ, ακολουθεί το παιδί που είναι πια κρατούμενος. Ο διοικητής μπαίνει στο γραφείο του, ο άλλος πίσω απ’ το γκισέ και η κοπέλα συνεχίζει να κοιτά μόνο την οθόνη του υπολογιστή της.

Έχω ένα μούδιασμα και ένα αόριστο θυμό. Μια αόριστη αίσθηση αηδίας με πιάνει καθώς μπαίνω στο ίδιο ασανσέρ που πριν λίγο μπήκε ο τροχονόμος και το παιδί που είναι πια κρατούμενος. Το βλέμμα του παιδιού. Όχι βουρκωμένο, αλλά σα χαμένο. Σαν να στέκεσαι, ανάμεσα σε μια ουρά που περιμένει να πάρει τις πινακίδες της, και να παρατηρείς ένα τύπο με στολή και ray ban που προσπαθεί να βρει τις χειροπέδες σου. Το βλέμμα του ήταν τρόμος ή απόγνωση.

Το υπόλοιπο πρωί περπατούσα και στους δρόμους έτρεχε διαρκώς ένα αόριστο και ακατέργαστο μίσος.

Ίσως εκείνη η παλιά βαθιά συμπάθεια προς τις αναρχικές ιδέες να μην έχει να κάνει με κάποια πολιτική ανάλυση ή με μια x ιδεολογική συγκρότηση. Ίσως να φταίει εκείνη η ακόμη πιο παλιά απέχθεια προς οτιδήποτε στερεί την ελευθερία. Ίσως ακόμη να είναι το βλέμμα του ανθρώπου που ξέρει πως θα γίνει κρατούμενος. Μια αφόρητη δυσφορία για την κατάσταση που θέλει τον άνθρωπο να στριμώχνεται σε γραφεία αναμονής και να οδηγείται έπειτα με χειροπέδες κατά μήκος ενός διαδρόμου. Κι όλα αυτά, υπό το βλέμμα κόσμου απορροφημένου από το καθημερινό μικροζόρι. Κι όλα αυτά, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Κι όλα αυτά με γυαλιά ray ban και κομποσκοίνι και αγγλικά αστεία.

Λες και υπάρχει τίποτα χειρότερο απ’ το να περιφρονείς τον άνθρωπο που χάνει (για λίγο; για πολύ; για πάντα;) την ελευθερία του.

  « όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς». 

Πηγή: Το Βυτίο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου