Φωτογραφία: Χουάν Μιρο, «Βοηθήστε την Ισπανία», 1933
«Από τις 270 οικογένειες αλλοδαπών που πήραν τρόφιμα από το “Χαμόγελο του Παιδιού”, οι 80 κατήγγειλαν ότι είναι θύματα βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων. Τις ημέρες του Πάσχα [“άγνωστοι”] επιτέθηκαν στις 11 το βράδυ και τραυμάτισαν μια ανυποψίαστη εννιαμελή οικογένεια Αφγανών. Στην ίδια γειτονιά, δέχθηκε επίθεση μια άλλη οικογένεια Αφγανών, από ομάδα Ελλήνων. Φωνάζοντας “Nα φύγετε, βρομιάρηδες!”
χτύπησαν τον δεκαεφτάχρονο Αφγανό, μέχρι που έπεσε αναίσθητος. Του έσπασαν τα δόντια. Κλοτσούσαν τον πατέρα του με μανία. Μέχρι σήμερα υποφέρει από τη σπονδυλική του στήλη. Στο Σταθμό Λαρίσης τραυμάτισαν στο κεφάλι δύο ανήλικους Αφγανούς 14 και 16 ετών. Αιμορραγούσαν και συνέχιζαν να τους χτυπούν…».
«Από τις 270 οικογένειες αλλοδαπών που πήραν τρόφιμα από το “Χαμόγελο του Παιδιού”, οι 80 κατήγγειλαν ότι είναι θύματα βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων. Τις ημέρες του Πάσχα [“άγνωστοι”] επιτέθηκαν στις 11 το βράδυ και τραυμάτισαν μια ανυποψίαστη εννιαμελή οικογένεια Αφγανών. Στην ίδια γειτονιά, δέχθηκε επίθεση μια άλλη οικογένεια Αφγανών, από ομάδα Ελλήνων. Φωνάζοντας “Nα φύγετε, βρομιάρηδες!”
χτύπησαν τον δεκαεφτάχρονο Αφγανό, μέχρι που έπεσε αναίσθητος. Του έσπασαν τα δόντια. Κλοτσούσαν τον πατέρα του με μανία. Μέχρι σήμερα υποφέρει από τη σπονδυλική του στήλη. Στο Σταθμό Λαρίσης τραυμάτισαν στο κεφάλι δύο ανήλικους Αφγανούς 14 και 16 ετών. Αιμορραγούσαν και συνέχιζαν να τους χτυπούν…».
***
Tο παραπάνω (μικρό) απόσπασμα από συνέντευξη του προέδρου της αφγανικής κοινότητας, Γ. Μοχαμμεντί (στη Γεωργία Δάμα, Ελευθεροτυπία, 16.5.2013), όπως και η ετήσια έκθεση 2012 του Δικτύου Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας (που δείχνει αύξηση και της αγριότητας και του αριθμού των περιστατικών) αποτελούν την καταλληλότερη εισαγωγή στη συζήτηση για τον αντιρατσιστικό νόμο. Γιατί μας δείχνουν το ουσιώδες: ότι η θέσπιση αντιρατσιστικής νομοθεσίας, στην Ελλάδα του 2013, δεν είναι κάποιο αφηρημένο ζήτημα δικαίου, γενικής συμμόρφωσης με ευρωπαϊκές οδηγίες, επίδικο της νομικής επιστήμης κ.ο.κ. Αποτελεί κατεπείγον αιτούμενο που θέτει η αποχαλίνωση της ρατσιστικής βίας, οι δολοφονίες, τα μαχαίρια των νεοναζιστών και τα χαραγμένα πρόσωπα των δεκατετράχρονων.
Όσο και αν τα αίτια της ρατσιστικής βίας είναι πολλά και σύνθετα, καμία συνθετότητα, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει η απάντηση στο γιατί η βία αυτή συνεχίζεται ανενόχλητη: επειδή, από πλευράς της κυβέρνησης και του κράτους, δεν υπάρχει η βούληση για την αντιμετώπισή της.[1] Τρανή απόδειξη, η απόσυρση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου. Διάβασα πολλά για τους σκοτεινούς λόγους της στάσης της Ν.Δ.: «άνοιγμα» στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και την ακροδεξιά, προσπάθεια διεμβολισμού των νεοναζιστών, κυριαρχία Μπαλτάκου και Κρανιδιώτη στο κόμμα κ.ά. Δεν είμαι σίγουρος ποιο από τα παραπάνω είναι το χειρότερο, είμαι όμως απολύτως βέβαιος ότι η εξέλιξη είναι η χειρότερη δυνατή, αφού, σε συμβολικό αλλά και σε πραγματικό επίπεδο, κλείνει το μάτι στη Χρυσή Αυγή και ανάβει το πράσινο φως στη ρατσιστική βία. Προχωράω με τρία ερωτήματα.
1. Θα μπορούσε, με την υπάρχουσα νομοθεσία, να έχει αντιμετωπιστεί η ρατσιστική βία; Αναμφισβήτητα, ναι. Το μείζον, εδώ, δεν είναι οι όποιες ελλείψεις ή αδυναμίες της, αλλά το ότι έχει μείνει εντελώς ανενεργή. Επειδή, ακριβώς, υπάρχει πολιτική βούληση να μείνει ανενεργή.
2. Με αυτό το δεδομένο, χρειαζόμαστε νέα ειδική νομοθεσία; Ναι, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η υφιστάμενη νομοθεσία έχει κενά σε σημαντικά θέματα όπως η προστασία των θυμάτων. Επίσης, χρειάζεται να ρυθμιστούν ειδικότερα ζητήματα, με αιχμή την επιβάρυνση του πλαισίου ποινής και των προϋποθέσεων αναστολής και μετατροπής της ποινής για εγκλήματα ρατσιστικής βίας.[2] Με άλλα λόγια, το μαχαίρωμα κάποιου μόνο και μόνο επειδή είναι σκουρόχρωμος πρέπει να έχει ιδιαίτερη απαξία σε σχέση με ένα οποιοδήποτε μαχαίρωμα — και αυτό πρέπει να το αποτυπώνει με σαφήνεια ο νόμος.
Στη δεδομένη συγκυρία, πάντως, θα έπρεπε να υποστηρίξουμε ένθερμα τον αντιρατσιστικό νόμο, ακόμα κι αν αυτός δεν προσέθετε το παραμικρό στην υπάρχουσα νομοθεσία. Κι αυτό για έναν υπέρτερο λόγο: η ψήφιση του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη (παρά τα σοβαρά του προβλήματα, ιδίως στα ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης) θα αποτύπωνε τη βούληση του κράτους να αντιμετωπίσει τη ρατσιστική βία, συνιστώντας, όπως επισήμανε ο Βασίλης Παπαστεργίου, «έμπρακτη άρνηση της θεωρίας των δύο άκρων» (Η Εποχή, 12.5.2013). Αντιστρόφως, το μανιπουλάρισμα και η απόσυρσή του επισημοποιεί την ανοχή, εκ μέρους της πολιτείας, της ρατσιστικής βίας.
3. Ακόμα και αν ψηφιζόταν ένας θαυμάσιος αντιρατσιστικός νόμος δεν υπάρχει κίνδυνος να μείνει στα χαρτιά; Έτσι ώστε η κυβέρνηση να λέει στους ευρωπαίους εταίρους ότι έχει λάβει τις προσήκουσες θεσμικές μέριμνες, αλλά στην πράξη να μην κάνει τίποτα; Ασφαλώς ναι (κατά τη γνώμη μου, αυτός ήταν ο αρχικός σχεδιασμός Σαμαρά, όταν έδινε εντολή στον Ρουπακιώτη να προχωρήσει). Αυτό όμως ισχύει για όλους τους νόμους: και ο καλύτερος μπορεί να ακυρωθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις, πολλώ δε μάλλον αν υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική βούληση για την ακύρωσή του. Αυτός όμως δεν είναι λόγος να αδιαφορούμε — αν ήταν έτσι, θα έπρεπε, ειδικά την περίοδο που διανύουμε, να καταγγέλλουμε ως φενάκη συλλήβδην κάθε θετική διάταξη οιουδήποτε νομοσχεδίου. Προχωράω σε δύο ειδικότερα σημεία:
α) Το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Εδώ οφείλουμε να είμαστε ρητοί: ο λόγος, όσο απεχθής κι αν είναι, δεν πρέπει να διώκεται. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, ήταν και η αχίλλειος πτέρνα του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη, και σε αυτό το σημείο πρέπει να είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι. Αν κάποιος υποστηρίζει, λ.χ., ότι το Ολοκαύτωμα είναι μύθος ή ότι οι μετανάστες είναι κατώτεροι άνθρωποι πρέπει να κάνουμε το παν ώστε να φανεί πόσο αστήριχτες, καταγέλαστες, επικίνδυνες και άθλιες είναι τέτοιες «απόψεις», πρέπει να μην αφήσουμε σε χλωρό κλαρί τους υποστηρικτές τους, αλλά δεν πρέπει να ζητάμε την ποινική τους δίωξη. Όχι μόνο επειδή αυτό ανοίγει την πόρτα στη δίωξη γενικότερα μειοψηφικών απόψεων κλπ., αλλά, πρωτίστως, επειδή αντίκειται σε καταστατικές αρχές της δημοκρατίας.[3]
β) Το επιχείρημα ότι θέτοντας στο στόχαστρο τη Χρυσή Αυγή την ηρωοποιούμε, ενισχύουμε τον «αντισυστημικό» χαρακτήρα της. Υπάρχουν τρεις απαντήσεις επ’ αυτού.
Πρώτον, ότι πρόκειται για μια εικασία, ευλογοφανή ίσως, αλλά αστήριχτη. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή εμπειρία υποδεικνύει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
Δεύτερον, το κριτήριο της «μη ηρωοποίησης» δεν μπορεί να συνιστά λυδία λίθο για ένα ευνομούμενο κράτος. Αν ήταν έτσι, τότε και οι άντρες που δέρνουν τις γυναίκες τους γιατί τους «απάτησαν», οι φιλήσυχοι πολίτες που παίρνουν τις καραμπίνες και κυνηγάνε τους διαρρήκτες ή οι αστυνομικοί που βασανίζουν εγκληματίες δεν θα έπρεπε να διώκονται, αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος να «ηρωοποιηθούν», καθώς οι πράξεις τους χαίρουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής.
Τρίτον, όταν ο συνειρμός γίνεται με τους αριστερούς των μετεμφυλιακών χρόνων, έχουμε σωρεία πραγματολογικών σφαλμάτων. Εκτός όλων των άλλων (εντελώς ανόμοια φαινόμενα το ΚΚΕ του μετεμφυλίου και η Χρυσή Αυγή, οι διώξεις ηρωοποίησαν αλλά και τσάκισαν το αριστερό κίνημα κ.ά.) η άποψη αυτή παραγνωρίζει το μείζον: η Χρυσή Αυγή, ειδικά όσον αφορά την εγκληματική της δράση, αντλεί μεγάλο μέρος της δύναμής της, όχι από την αντιπαράθεση, αλλά από τη σύμπραξή της με το κράτος, και ειδικότερα την Αστυνομία.[4]
***
Η Χρυσή Αυγή, εκτός όλων των άλλων, έχει χαρακτηριστικά συμμορίας. Και αυτή ακριβώς η όψη της δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από το κίνημα ή την «κοινωνία των πολιτών», αλλά από τη δικαιοσύνη και την αστυνομία. Φυσικά, το κίνημα μπορεί να έχει καθοριστική συμβολή, καθώς θα πιέσει, θα αναδείξει ζητήματα, θα εξαναγκάσει το κράτος κλπ., ωστόσο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κράτος. Όταν οι Χρυσαυγίτες καίνε μαγαζιά, μαχαιρώνουν και δολοφονούν, είναι παράλογο να θεωρήσουμε ότι μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, μετατρεπόμενοι, σε ανακριτικούς υπαλλήλους, ντετέκτιβ και «φρουρούς». Με αυτή την αντίφαση (: έχουμε εδώ απολύτως ανάγκη το κράτος, τη στιγμή που οι μηχανισμοί του είναι όχι μόνο απρόθυμοι, αλλά διαβρωμένοι από την ακροδεξιά) χρειάζεται να ασχοληθούμε σοβαρά. Ας κρίνουμε το αντιρατσιστικό και υπ’ αυτό το πρίσμα: η ψήφισή του θα έδειχνε, συμβολικά τουλάχιστον, μια αποφασιστική διάθεση του κράτους να κόψει αυτό τον ομφάλιο λώρο.
[1] Δεν εννοώ, βέβαια, ότι αν υπήρχε πολιτική βούληση το ζήτημα θα είχε λυθεί αυτομάτως ή εύκολα, κάθε άλλο.
[2] Βλ. Γιάννης Φ. Ιωαννίδης, «Γιατί πρέπει να μπει φραγμός στον ρατσισμό», Έθνος, 25.5.2013.
[3] Σχηματοποιώ, φυσικά, ένα εξαιρετικά δύσκολο θέμα. Το κάνω, όχι επειδή το θεωρώ απλό, αλλά για να καταδείξω με σαφήνεια την άποψή μου.
[4] Βλ. αναλυτικά, Ο Ιός, «Ο ναζισμός, η βία και ο νόμος», Εφημερίδα των συντακτών, 19.5.2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου